- πολυστάδιος
- -ον, Ααυτός που έχει μήκος πολλών σταδίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + στάδιον (πρβλ. δεκα-στάδιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυστάδιον — πολυστάδιος many stades long masc/fem acc sg πολυστάδιος many stades long neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)